- ὑπέρεικος
- ὑπ-έρεικος, ἡ, ([etym.] ἐρείκη)A St. John's wort, Hypericum crispum, Nic. Al.603:—more freq. [full] ὑπερικόν, τό, Dsc.3.154, Gal.12.148; also, Hypericum revolutum, Dsc.1.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπέρεικος — ὁ, και ὑπέρεικον, τὸ, Α ονομασία φρυγανοειδούς θάμνου, αλλ. ἀνδρόσαιμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρείκη «ρείκι, φρυγανοειδής θάμνος». Η λ. απαντά και ως ουδ. ὑπέρεικον και με τη γρφ. ὑπερικόν*] … Dictionary of Greek
ὑπερείκου — ὑπέρεικος St. John s wort fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρεικον — ὑπέρεικος St. John s wort fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερικό — (hypericum androsaemum). Πολυετής πόα με λείο βλαστό, αποφυλλωμένο λίγο στη βάση, που έχει 40 80 εκ. ύψος. Τα φύλλα του είναι μεγάλα και ωοειδή και τα άνθη του κίτρινα μέτρια. Ο καρπός του είναι ρώγα σφαιρική, λεία, γυαλιστερή, μαύρη κατά την… … Dictionary of Greek